ογκομετρικός

ογκομετρικός
η , ό[ν] измеряющий объём (твёрдых тел)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ογκομετρικός" в других словарях:

  • ογκομετρικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη μέτρηση τού όγκου ενός σώματος 2. (για μετρητή, αντλία, συμπιεστή κ.λπ.) χαρακτηρισμός αντίστοιχης διάταξης τής οποίας η ένδειξη ή η λειτουργία καθορίζεται από τον όγκο τού διερχόμενου μέσα από αυτήν όγκου… …   Dictionary of Greek

  • απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • Μορ, Καρλ Φρίντριχ — (Karl Friedrich Mohr, Κόμπλεντς 1806 – Βόννη 1879). Γερμανός χημικός. Γιος ενός φαρμακοποιού, αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στο Κόμπλεντς για να βοηθήσει τον πατέρα του. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1857, αποσύρθηκε από το φαρμακείο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»